Τετάρτη 3 Αυγούστου στις 21:00 η αναπάντεχη ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου σε μια από τις σπάνιες προβολές της.
Στο Πάρκο Ναυαρίνου, φυσικά!
https://www.youtube.com/watch?v=eHg7rzfOBy0
Γράφει ο αγαπημένος Χρήστος Βακαλόπουλος για την Μανία:
”Μέχρι τώρα είχαμε ηθοποιούς, τεχνικούς, σκηνοθέτες. Χάρη στον Γιώργο Πανουσόπουλο και τη Μανία διαθέτουμε τον πρώτο κινηματογραφιστή, δηλαδή κάποιον που αντιλαμβάνεται την ταινία του σαν προέκταση του σώματος του, της φυσικής του υπόστασης, του βλέμματος του, της άμεσης σχέσης του με τα πράγματα: ο λόγος ύπαρξης της Μανίας είναι τόσο αυθαίρετος (και τόσο φυσιολογικός ταυτόχρονα) όσο κι εκείνος της εικοσάχρονης ταύτισης του Πανουσόπουλου με τον κινηματογράφο.
Να γιατί ο πραγματικός πρωταγωνιστής της Μανίας δεν είναι ούτε κάποια πλοκή, ούτε κάποιο μήνυμα, ούτε κάποιος ηθοποιός, ούτε καν μερικές «ωραίες εικόνες»: ο πραγματικός σταρ της ταινίας είναι ο άνθρωπος που την έκανε, κάποιος που δεν φροντίζει να κρυφτεί επιμελώς πίσω απ’ την κάμερα αλλά εκτίθεται σωματικά την κάθε στιγμή μέσα απ’ την τρεμάμενη παρουσία της ματιάς του.
Σε μια κινηματογραφία γεμάτη προστατευμένους σκηνοθέτες-αφέντες, απόλυτους άρχοντες των ταινιών, δεσπότες των εικόνων και των ήχων, ο Πανουσόπουλος και ο Τορνές είναι ό,τι το πιο σωματικό, δηλαδή ό,τι το λιγότερο εφησυχασμένο διαθέτουμε.
Ας σταθούμε όμως λίγο στην ταινία: η Μανία, αυτή η απλή βόλτα μιας γυναίκας στο πάρκο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα άνοιγμα στο δέος που υποβάλλει η πραγματικότητα και ο κόσμος, στο ίδιο εκείνο δέος που συναντάει κανείς όταν σταματήσει να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια των ιδεών και βαλθεί να τον δει και να τον ακούσει όπως μόνο ένας κινηματογραφιστής γνωρίζει: με τις αισθήσεις του.
Να γιατί στη Μανία τα ζώα του πάρκου και οι μπάτσοι κυκλοφορούν εξίσου ζαλισμένοι – δεν υπάρχει καμιά ιδεολογία να φορτώσει τα πράγματα, που σαρώνονται εδώ από τη δύναμη μιας ματιάς, από την πίεση ενός βλέμματος που εξακοντίζεται και ησυχάζει μόνο όταν αγγίζει την υπέρβαση, όταν το δέος μετατρέπεται σε δέηση και η πόλη ανακαλύπτει το κρυφό νήμα που την κάνει να υπάρχει, όταν υποκλίνεται σ’ αυτό που την ξεπερνά και που δεν διατυπώνεται εύκολα, δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο στους εξαίσιους ήχους μιας φωνής που υπερίπταται στα τελευταία πλάνα στους ήχους του τραγουδιού του Νίκου Ξυδάκη που ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη.”
Χρήστος Βακαλόπουλος («Αντί», τχ. 306, 1985)