Θερινό σινεμά στο Πάρκο Ναυαρίνου! Τετάρτη 29/8 στις 21:00, «ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΖΩΗ / LA VIE DE BOHEME» του Α. Καουρισμάκι

Μια πολύ σπουδαία ταινία του Καουρισμάκι, ελάχιστα παιγμένη στην Ελλάδα για τους φίλους του ποιητικού ρεαλισμού του και όχι μόνο, αυτή την Τετάρτη, 29/8 στις 9μ.μ., στο πάρκο Ναυαρίνου.

ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΖΩΗ / LA VIE DE BOHEME

Οι πέστροφες κολυμπάνε εξαιρετικά
της Μυρτώς-Ζωής Ρηγοπούλου

Το 1965 ο Άκι Καουρισμάκι ανακάλυψε τη Γαλλία μέσα από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου σ’ ένα ταξίδι με τον πατέρα του. Είκοσι έξι χρόνια μετά γύρισε εκεί την πρώτη εξολοκλήρου εκτός Φιλανδίας ταινία του και την αφιέρωσε στη μνήμη του. Η Μποέμικη ζωή (1992), γαλλόφωνη και ασπρόμαυρη, είναι μια χαλαρή διασκευή του μυθιστορήματος του Ανρί Μιρζέρ, «Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ». Επίσης, όπως ισχυρίζεται ο σκηνοθέτης της, είναι μια προσπάθεια διάσωσης του έργου από τους μικροαστούς θαυμαστές της προηγούμενης διασκευής της – της όπερας του Πουτσίνι, Μποέμ. Ο γάλλος συγγραφέας Μαρσέλ Μαρξ, ο αλβανός ζωγράφος Ροντόλφο και ο ιρλανδός συνθέτης Σονάρ επρόκειτο αρχικά να ζήσουν τις περιπέτειές τους σε φινλανδικό έδαφος μέχρι που ο Καουρισμάκι πήρε απόφαση το προφανές: μελαγχολεί κανείς καλύτερα στο Παρίσι. Η μελαγχολία των ηρώων του, ωστόσο, είναι συγκρατημένη και δυσδιάκριτη, αποτυπώνεται στα τοπία, στις σκιές των πλάνων και στη μουσική και όχι στις εκφράσεις των ηθοποιών (που εσκεμμένα κρατάνε τη στιλιζαρισμένη ουδετερότητά τους), δεν αρνείται τη χαρά της ζωής και ποτέ μα ποτέ δεν μετατρέπεται σε αυθεντική απελπισία. Παρά την αγάπη του για τους καταραμένους ποιητές, ο ποιητικός ρεαλισμός του Καουρισμάκι, μεγάλου θαυμαστή του Μαρσέλ Καρνέ, δεν υποκινείται από σκοτεινές ενορμήσεις καταστροφής, αλλά από την αποδοχή της ατέλειας στην ανθρώπινη φύση. Έτσι, οι τρεις ήρωες είναι, σε διαφορετικό βαθμό μεταξύ τους, συγκινητικοί, αστείοι, παθιασμένοι και ασυμβίβαστοι και ταυτόχρονα ψεύτες, μεγαλομανείς και αναξιόπιστοι, ανίκανοι να βάλουν οτιδήποτε πάνω από την τέχνη. Στον κόσμο αυτό των μποέμ, όπως και σ’ εκείνον του σκηνοθέτη τους, υπέρτατος νόμος είναι η βούληση και κινητήρια δύναμη η Ανάγκη. Με νατουραλισμό που επιβάλλει ως πραγματικότητα τα σουρεαλιστικά στοιχεία της πλοκής (κλείνοντας το μάτι στον Ντελέζ) ο Καουρισμάκι παρουσιάζει τους ήρωές του να ζητούν με τσαπλινική αξιοπρέπεια (και συχνά με παρόμοια πονηριά), χωρίς να απαιτούν ούτε να επαιτούν, αυτό που αισθάνονται ότι χρειάζονται. Τις περισσότερες φορές σχετίζεται με την τσέπη, την καρδιά και το στομάχι τους. Και βέβαια με τις μεγάλες τους φιλοδοξίες. Το καουρισμάκειο σύμπαν μοιάζει άλλοτε να τους βοηθά και άλλοτε να υπονομεύει τις επιθυμίες τους, στην πραγματικότητα, όμως, ανταποκρίνεται απλώς στην ασυνείδητη ανάγκη που τους ορίζει. Ο χρόνος (που κυλά σε ρυθμούς συναισθήματος) και τα χρήματα (που εμφανίζονται κι εξαφανίζονται με την ίδια ευκολία) υπακούουν κι αυτά στον ίδιο αντίστροφο κανόνα της βούλησης: την κατάλληλη στιγμή χάνει κανείς αυτό που δεν είχε ανάγκη. Παρότι μεγάλο μέρος της ιστορίας επικεντρώνεται γύρω από τον έρωτα του Ροντόλφο για τη Μιμή, ο κόσμος των μποέμ δεν είναι ακόμα έτοιμος για μια αγάπη που θα επιζήσει. Μπορεί η γυναικεία έλλειψη να εντείνει την μελαγχολία, αλλά οι επίδοξοι Ρωμαίοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τις σκάλες τους κι η αυτοθυσία που δείχνουν είναι περισσότερο μεταξύ τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η πιο ερωτική σκηνή της ταινίας έχει ως αντικείμενο τη βιτρίνα ενός παντοπωλείου, ούτε που το μόνο θηλυκό πλάσμα που κατορθώνει να παραμείνει στην οθόνη μέχρι τέλους ονομάζεται Μποντλέρ. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, στη δεύτερη ταινία του Καουρισμάκι στη Γαλλία, ο δρόμος μέχρι την αγάπη έχει πια καλυφθεί και ο γηρασμένος Μαρσέλ (πιθανόν στη θέση του εκλειπόντος πλέον Μάτι Πέλονπα) θα ζήσει το νομοτελειακό του θαύμα.

Με υπόγειο, ανελέητο χιούμορ που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο (και κυρίως όχι τη μεγαλομανία του καλλιτέχνη) και με συνεχείς και πολυποίκιλες σημειολογικές αναφορές (που ξεκινούν από τα ονόματα των πρωταγωνιστών και φτάνουν στην εικαστική σύνθεση των πλάνων) η ταινία αποτελεί ταυτόχρονα μια αυτό-αποκάλυψη του σκηνοθέτη της για τα υλικά με τα οποία έχει χτίσει τον κόσμο του και για τα «δανεικά» που οφείλει στους μεγάλους της τέχνης. Η μινιμαλιστική κινηματογράφηση, που εξαφανίζει σχεδόν το εξωτερικό Παρίσι, κρατάει, όμως, ανέπαφο το φως του στις καρδιές των πρωταγωνιστών γλυκαίνει τη σοβαρότητα της αφήγησης και την προφυλάσσει αποτελεσματικά απ’ το πλησίασμα της μιζέριας. Στο τέλος ο καθένας θα θυμάται αυτό που τον άγγιξε πιο πολύ· το μοίρασμα του δικέφαλου ψαριού, το σκυλί να γλύφει το άδειο πιάτο, το βλέμμα του ακίνητου πρωταγωνιστή, τον ανέμελο ρεμβασμό μέσα στη βάρκα, το Ζαν-Πιέρ Λεό σε ρόλο καλής νεράιδας, το χάδι στα άπαντα του Μπαλζάκ και πάνω απ’ όλα τις κολυμβήτριες πέστροφες να ανεβαίνουν ορμητικά και με θαυμαστή επιδεξιότητα το ποτάμι.

Δημοσιεύθηκε στην Uncategorized. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *