Χωρίς περιφράσεις: είναι η πρώτη μεγάλη ελληνική αμερικάνικη ταινία. Η λέξη «αμερικάνικη» έχει εδώ εντελώς θετική έννοια, και όχι αντιθετική με τη λέξη «ελληνική». Υπονοεί δύο πράγματα: από τη μια τον πιο γνήσιο «κινηματογράφο», τον κινηματογράφο της μέγιστης αποτελεσματικότητας, όπου η τελειότητα της τεχνικής και η δεξιότητα της σκηνοθετικής πρακτικής υπηρετούν απόλυτα την έκφραση, εξαφανίζουν την απόσταση μεταξύ οθόνης και θεατή και εισάγουν τον τελευταίο κατευθείαν στο ζωντανό όνειρο του κινηματογράφου.
Η άλλη έννοια είναι, βέβαια, ότι η ταινία απηχεί την «αμερικανοποίηση» της ζωής της σημερινής νεολαίας τόσο στα δεδομένα του σεναρίου, όσο και σ’ αυτή την αλλαγή ρυθμού, σ’ αυτή την ιλιγγιώδη επιτάχυνση: Μοτοσικλέτα σε τρελή επέλαση, κόντρα στο ρεύμα, «κάψιμο» της ζωής σε κάθε λογής «κορώνα-γράμματα» του κινδύνου, αλλά και ανάλογη σβελτάδα της κινηματογραφικής μηχανής και του μοντάζ. Η ταινία είναι τόσο ουσιαστικά μοντέρνα, όχι γιατί δείχνει μια «χαμένη νεολαία», χιλιάδες μηχανές, μπόουλινγκ και φλίπερ, αλλά γιατί αισθάνεσαι ότι το ύφος της πηγάζει, άμεσα και αρμονικά, από το ήθος και τον ψυχισμό αυτής της νεολαίας, από το γυαλιστερό χρώμιο, τα νυχτερινά φώτα, τα αεικίνητα ηλεκτρονικά σήματα, τους ήχους του ροκ, τη φλυαρία των πειρατών και το σλανγκ του αμερικάνικου σταθμού.
Το πλαίσιο είναι εύστοχα σύγχρονο. Η Αθήνα, όχι του κέντρου ή της μικρής συνοικίας, αλλά των περιφερειακών λεωφόρων, με τις ατελείωτες ουρές των αυτοκινήτων, που χωρίζουν και απομονώνουν, σαν αδιάβατα ποτάμια, τις σειρές από άχαρες πολυκατοικίες.
Τρεις κόσμοι συνυπάρχουν εκεί, εντελώς διαφορετικοί, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους. Ο κόσμος του «χθες», της παράδοσης, αρνητικής και θετικής, η μάνα του κεντρικού ήρωα, του Χάρη, θρησκευόμενη επαρχιώτισσα χήρα, αλλά και η ποντιακή συντροφιά, που περήφανα χορεύει. Ο κόσμος του «χθες-σήμερα», η κυρίαρχη, «βολεμένη», μεσοαστική τάξη (ο κύκλος του άντρα της Στέλλας), με υπολείμματα πατριαρχισμού, οικογενειακή ρουτίνα, ποδόσφαιρο και λίγο γκομενιλίκι. Τέλος, ο κόσμος του «σήμερα», ή μάλλον μια «αιχμή» του σε κρίση, τα ατίθασα παιδιά του ροκ και της κόκα-κόλα.
Απόσπασμα από την κριτική του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου
(«Καθημερινή», 3.11.1981)